Στους κινηματογράφους “ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΜΑΦΙΑΣ”
Προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Πέμπτη 18 Νοεμβρίου η ταινία “ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΗΣ ΜΑΦΙΑΣ”.
Κατά κοινή ομολογία, οι πολυβραβευμένοι Sopranos του HBO ανέβασαν τον πήχη της τηλεόρασης εκεί που κινούνται οι μεγαλειώδεις κινηματογραφικές αφηγήσεις. Ο ευφυής δημιουργός Ντέιβιντ Τσέις στόλισε έναν καμβά με αξέχαστους χαρακτήρες σε κρίση και εξασφάλισε κορυφαίες ερμηνείες από τους ηθοποιούς της σειράς.
Χρόνια μετά το πολυσυζητημένο τέλος των Sopranos, ο Τσέις επιστρέφει στην αρχή της επικής αυτής ιστορίας με ένα πολυαναμενόμενο πρίκουελ, μία αιρετική «αγιογραφία» των πρωταγωνιστών της παραδειγματικής αυτής αφήγησης.
Με φόντο «το καυτό καλοκαίρι» της μαύρης εξέγερσης της Αμερικής, οι Άγιοι της Μαφίας πιάνουν την αρχή του νήματος στο Νιούαρκ του 1967, που καίγεται από διαφυλετικές εντάσεις. Με αυτή την αφετηρία, παρακολουθούμε τον Τόνι Σοπράνο να ωριμάζει, μέσα στα χρόνια, κοντά στον θείο και μέντορα του Ντίκι και πολλούς ακόμα αγαπημένους χαρακτήρες της σειράς.
Για την υλοποίηση της ιδέας και την εκπλήρωση της διακαούς δίψας των φαν της σειράς για μια νέα δόση Sopranos, ο Τσέις απευθύνθηκε στους πιστούς συνεργάτες της σειράς, τον βραβευμένο σκηνοθέτη Άλαν Τέιλορ και τον σεναριογράφο Λόρενς Κόνερ.
Η ταινία σταχυολογεί το καστ και -ομολογουμένως δαιμόνια- δίνει την ευκαιρία στον Μάικλ Γκαντολφίνι, γιο του κορυφαίου Τζέιμς Γκαντολφίνι, να υποδυθεί τη νεαρή εκδοχή του Τόνι Σοπράνο. Ο νεαρός ηθοποιός παραδίδει μία ανατριχιαστικά άρτια ερμηνεία στα χνάρια του πατέρα του δίπλα στους Αλεσάντρο Νιβόλα (Disobedience), Λέσλι Όντομ Τζούνιορ (Murder on the Orient Express), Τζον Μπέρνταλ (The Wolf of Wall Street), Κόρεϊ Στολ (First Man), Μπίλι Μάγκνουσεν (Game Night), Μικέλα Ντε Ρόσι (Boys Cry), Τζον Μαγκάρο (The Finest Hours), Ρέι Λιότα (Goodfellas) και Βέρα Φαρμίγκα (The Conjuring).
Σύνοψη
Ο νεαρός Τόνι Σοπράνο (Μάικλ Γκαντολφίνι ) μεγαλώνει σε μία από τις πιο ταραχώδεις περιόδους στην ιστορία του Νιούαρκ και ανδρώνεται, καθώς αντίπαλες συμμορίες ανελίσσονται και διεκδικούν την εξουσία από την πανίσχυρη εγκληματική οργάνωση των ΝτιΜέο, που κυριαρχεί στη διχασμένη από τον ρατσισμό πόλη. Εγκλωβισμένος σε μία εποχή που αλλάζει ραγδαία είναι ο θείος που θαυμάζει, ο Ντίκι Μολτισάντι (Αλεσάντρο Νιβόλα), ο οποίος παλεύει να ανταποκριθεί στις επαγγελματικές και προσωπικές του υποχρεώσεις. Η επιρροή που ασκεί στον ανιψιό είναι τέτοια που ο θείος θα πλάσει τον εύπιστο έφηβο και θα τον μεταμορφώσει στον πανίσχυρο αρχιμαφιόζο, τον Τόνι Σοπράνο.
Πληροφορίες:
- Σκηνοθεσία: Άλαν Τέιλορ
- Σενάριο: Ντέιβιντ Τσέις, Λόρενς Κόνερ
- Πρωταγωνιστούν : Αλεσάντρο Νιβόλα, Λέσλι Όντομ Τζούνιορ, Τζον Μπέρνταλ, Κόρεϊ Στολ, Μάικλ Γκαντολφίνι, Μπίλι Μάγκνουσεν, Μικέλα Ντε Ρόσι, Τζον Μαγκάρο, Ρέι Λιότα, Βέρα Φαρμίγκα
- Διεύθυνση Φωτογραφίας: Κράμερ Μοργκεντάου
- Κάστινγκ: Ντάγκλας Άιμπελ
- Σχεδιασμός Παραγωγής: Μπομπ Σο
- Κοστούμια: Έιμι Γουέστκοτ
- Μοντάζ: Κρίστοφερ Τέλεφσεν
- Διάρκεια: 2 ώρες
Μία ιστορία των Sopranos
Η διαδικασία που θα έφερνε την πρώτη γενιά των Μολτισάντι και των Σοπράνος στη μεγάλη οθόνη ξεκίνησε πολύ πριν τελειώσει η σειρά ορόσημο, όταν ο Τόμπι Έμεριχ, επικεφαλής της New Line Cinema, πρότεινε μια ιδέα στον δημιουργό της σειράς Ντέιβιντ Τσέις. «Με κυνηγούσε πολύ πριν τελειώσει η σειρά και επέμενε. Του έλεγα πάντα ότι δεν θα το κάνω, αλλά, την ίδια στιγμή, έλεγα ότι ποτέ δεν θα χρησιμοποιούσα τη λέξη ποτέ» θυμάται ο Τσέις. «Τελικά, είχα μία ιδέα γύρω από τις εξεγέρσεις του Νιούαρκ, τον Τζούνιορ και τον Τζόνι και όλα έβγαλαν νόημα».
Φτάνουμε στο 2019, δύο δεκαετίες μετά το ντεμπούτο της σειράς, όταν ξεκινάει η παραγωγή της ταινίας, που θα οδηγήσει το κοινό πίσω στον χρόνο. «Υπάρχουν τρεις ή τέσσερις ιστορίες στην ταινία» επισημαίνει ο Τσέις. «Αλλά η πιο σημαντική είναι η ιστορία του νεαρού Τόνι και ενός τύπου, που θεωρεί ότι είναι ο μέντορας του, του Ντίκι Μολτισάντι, που τον επηρεάζει».
Ιούνιος 1967. Σε έναν έρημο δρόμο της εργατικής γειτονιάς και των μαύρων του Νιούαρκ στο Νιού Τζέρσεϊ, ένας άψογα ντυμένος μαφιόζος, ο Ντίκι Μολτισάντι σταματάει την άσπρη κάμπριο Impala του για να κανονίσει κάτι δουλειές. Τα μέλη της συμμορίας των Black Saints κλέβουν για καιρό τους δικούς του και τώρα καταφθάνει για να επιβλέψει τον συνεργάτη και συμπαίχτη του από τη σχολική ποδοσφαιρική ομάδα, τον Χάρολντ ΜακΜπάιερ. Εντωμεταξύ, ο Χάρολντ σπάζει στο ξύλο, παραδειγματικά, έναν ατίθασο νεαρό παραβάτη.
Στον ιταλικό τομέα του Νιούαρκ, ο μανιώδης καπνιστής Τζόνι Σοπράνο, ρίχνει μία μπάλα στον 11χρονο γιο του Άντονι, ενώ η αγχωμένη γυναίκα του Λίβια προσέχει το μωρό τους, την Μπάρμπαρα, και η κόρη τους Τζάνις διαβάζει ένα νεανικό περιοδικό στα σκαλιά του καθαρού και σεμνού σπιτιού τους. Υποδέχονται θερμά τον οικογενειακό φίλο και συνεργάτη Ντίκι Μολτισάντι, που έρχεται για να πάρει τον νεαρό Τόνι μέχρι τις αποβάθρες. Εκεί θα καταφθάσει ένα ιταλικό ατμόπλοιο που φέρνει τον πατέρα του Ντίκι, τον Χόλιγουντ Ντίκι Μολτισάντι, και τη νέα και όμορφη σύζυγο του Τζουζεπίνα από την Ευρώπη.
Κουλ και γοητευτικός, αγαπητός και σεβαστός από την ευρύτερη οικογένεια των Ιταλοαμερικανών, και αντικείμενο ιδιαίτερου θαυμασμού από τον ανιψιό του Άντονι Σοπράνο, ο Ντίκι Μολτισάντι μοιάζει να τα έχει όλα. Όταν όμως ο αυταρχικός πατέρας του και η νέα του Ναπολιτάνα σύζυγος μετακομίζουν στο σπίτι του στο Νιούαρκ, εγείρονται μεταξύ τους όλα τα άλυτα ζητήματα. Εντωμεταξύ, ο Ντίκι αρχίζει να νιώθει την όλο και μεγαλύτερη απέχθεια του Χάρολντ για τον ίδιο και την ιταλοαμερικάνικη κουστωδία του, που κατέχει από παλιά τον έλεγχο του οργανωμένου εγκλήματος στο Νιούαρκ.
Η αστυνομική βία στη διχασμένη από το ρατσισμό πόλη πυροδοτεί τις εξεγέρσεις του Νιούαρκ, αντανακλώντας τις υπόγειες εντάσεις στην οικογένεια που σύντομα θα ξεσπάσουν βίαια. Τον Ιούλιο του 1967 το Νιούαρκ καιγόταν και ο άβγαλτος Τόνι γίνεται μάρτυρας όλου αυτού.
Ο Τσέις σκεφτόταν να επιστρέψει στους Sopranos από την οπτική του παρελθόντος για να γράψει για τις πρώτες γενιές της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένων του θείου και του πατέρα του Τόνι, που έχουμε δει σε σύντομα φλάσμπακ. Πολλοί από τους χαρακτήρες, μερικοί εκλιπόντες από καιρό, συνεχίζουν να ρίχνουν τη σκιά τους στη ζωή του Τόνι, όπως φαίνεται στη σειρά του ΗΒΟ.
Ο Τσέις απευθύνθηκε στον φίλο του και συνεργάτη Λόρενς Κόνερ, που είχε γράψει τρία επεισόδια της σειράς, για να συνεργαστούν για το σενάριο της ταινίας. «Είχε περάσει καιρός από τότε που έγραψα μαζί με κάποιον άλλον. Ξέρω τον Λάρι πολύ καιρό. Ήξερα ότι είναι κάποιος που θα με βοηθούσε να συνεχίσω, όταν θα άρχιζα να παραπονιέμαι» λέει αστειευόμενος.
Η μεταφορά της ιστορίας των Sopranos σε ταινία, δεν συνάδει με την κλασική κινηματογραφική μορφή, σύμφωνα με τον Τσέις: «Ο Λάρι Κόνερ κι εγώ κάναμε πολλές συζητήσεις για τη διαφορά ανάμεσα σε μία ταινία με υλικό που σχετίζεται με τους Sopranos και μία τηλεοπτική σειρά. Μία ταινία, συνήθως, πραγματεύεται την αναζήτηση ενός ήρωα, όταν ακολουθείς έναν χαρακτήρα και την κρίση που περνάει. Η ταινία δεν είναι αυτού του είδους. Λειτουργεί περισσότερο σαν ένα σύνολο, δεν έχει μόνο μία πλοκή».
Ο Κόνερ περιγράφει τη σειρά ως μία δοκιμασμένη δομή, που επιφυλάσσει μία κρίσιμη ανατροπή: «Είναι σαν κλασική κωμωδία, παρακολουθεί έναν τύπο που έχει μία οικογένεια στη δουλειά και μία οικογένεια στο σπίτι, και μέρος του μυστικού της ιστορίας είναι ότι διχάζεται ανάμεσα στη δουλειά και την οικογένεια. Η σειρά έχει σαν αφετηρία τις ψυχαναλυτικές συνεδρίες, οπότε αμέσως ανακοινώνει ότι δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο μαφιόζο, αλλά για τον πιο συναρπαστικό μαφιόζο που έχουμε γνωρίσει. Έχει αυτογνωσία, αν και είναι ένας δολοφόνος» συνεχίζει ο Κόνερ. «Είναι επίσης συμπαθής. Η ερώτηση που κάνουμε στον εαυτό μας συχνά είναι αν αγαπάμε τον Τόνι Σοπράνο σε βαθμό που να του συγχωρούμε τα απαίσια πράγματα που κάνει».
Η απάντηση εναπόκειται στο μοναδικό ταλέντο του Ντέιβιντ Τσέις, σύμφωνα με τον Κόνερ. «Ο Ντέιβιντ είναι ένας καλλιτέχνης με έναν τρόπο που δεν συναντάμε συχνά στους σεναριογράφους» λέει ο Κόνερ. «Είμαι ένας δεξιοτέχνης, είμαι καλός στο σενάριο. Το κάνω 45 χρόνια, αλλά δεν είμαι ιδιοφυία. Ο Ντέιβιντ είναι ιδιοφυία».
Για τη σκηνοθεσία της ταινίας, ο Ντέιβιντ Τσέις στράφηκε στον Τέιλορ, έναν βετεράνο των Sopranos, που σκηνοθέτησε επεισόδια και στους έξι κύκλους της σειράς. «Υπάρχουν πολλοί τρόποι που νιώθω ότι ανδρώθηκα μέσα από τη σειρά, γιατί μόλις είχα αποφοιτήσει από τη σχολή κινηματογράφου. Έμαθα από τον Ντέιβιντ, από τη σειρά και από τους ηθοποιούς. Ήταν συναρπαστικό, γιατί το υλικό και οι ηθοποιοί ήταν πολύ σπουδαίοι» λέει ο Τέιλορ.
Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, ο Τσέις τον είχε προσεγγίσει όταν είδε την πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του, το Palookaville. «Η πρώτη μου ταινία ήταν μία περιπέτεια καταδίωξης που διαδραματιζόταν στο Νιού Τζέρσεϊ. Νομίζω ότι άρεσε στον Ντέιβιντ μόνο και μόνο επειδή λάμβανε χώρα εκεί. Μάλλον θεώρησε ότι κατάγομαι από το Νιού Τζέρσεϊ ή κάτι τέτοιο».
Όταν ο Τέιλορ διάβασε το σενάριο της ταινίας, ενθουσιάστηκε από τις ομοιότητες με τη σειρά, παρόλη την αλλαγή στον κεντρικό χαρακτήρα, το σκηνικό και τη χρονική περίοδο. «Το ύφος της σειράς ήταν άψογο» θυμάται. «Είναι το ίδιο σκοτεινό, αμερικάνικο, αστείο, οξυμμένο, αλλά και απόλυτα αυθεντικό ύφος που ο Ντέιβιντ δημιούργησε μαγικά για τη σειρά. Ο λόγος που υπάρχει η ταινία είναι γιατί υπάρχει μεγάλη αγάπη για το πρωτότυπο υλικό. Έχουμε επίγνωση ότι κάνουμε μία ταινία για ανθρώπους που ξέρουν και αγαπούν αυτούς τους χαρακτήρες και θα καταλάβουν όλες τις αναφορές. Κάνουμε, όμως, την ταινία και για ανθρώπους που θα γνωρίσουν τους χαρακτήρες για πρώτη φορά».
«Είναι κυρίως μια ταινία που στέκει μόνη της» τονίζει ο Ντέιβιντ Τσέις. «Έχει πολύ υλικό και δεν χρειάζεται να έχεις δει τη σειρά για να την απολαύσεις».
Για τον Τέιλορ, το επαναλαμβανόμενο ζήτημα που υπογραμμίζει την ιστορία των Sopranos -που διατρέχει τη σειρά και την ταινία- είναι η εμπειρία ενός μετανάστη στην Αμερική. «Το χαρακτηριστικό θέμα που έλκει τα πάντα μαζί είναι ένα πολύ αμερικάνικο θέμα… η ιδέα ότι μπορείς να δημιουργήσεις τον εαυτό σου, το πεπρωμένο σου. Μπορείς να αλλάξει το ποιος είσαι και ποιος θέλεις να γίνεις, είναι το αμερικάνικο ιδανικό. Γι΄αυτό έρχονται μετανάστες εδώ, σκεπτόμενοι ότι μπορούν να δημιουργήσουν ξανά τον εαυτό τους. Αλλά ο Ντέιβιντ έχει ένα πολύ σκοτεινό όραμα των πραγμάτων και αυτό δεν είναι πάντα πιθανό. Αυτό το όνειρο μας ωθεί να συνεχίσουμε, αλλά συχνά καταλήγει άσχημα» συνεχίζει ο Τέιλορ. «Μέσα στην ιστορία μας, ο Ντίκι προσπαθεί να αλλάξει το ποιος είναι… να ανελιχθεί και να γίνει ένας άλλος».
Ακολουθούν τα trailers της ταινίας: